- σ(υ)κώτι
- το1. όργανο του σώματος.2. φρ., «Μου 'πρηξες το συκώτι», με στενοχώρησες πολύ· «Έβγαλε τα συκώτια του», έκανε πολύ εμετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωτίλαι — κωτί̱λαῑ , κωτίλλω prattle aor opt act 3rd sg κωτίλος chattering fem nom/voc pl κωτίλᾱͅ , κωτίλος chattering fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωτίλαντες — κωτί̱λαντες , κωτίλλω prattle aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωτίλας — κωτί̱λᾱς , κωτίλλω prattle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κωτίλᾱς , κωτίλος chattering fem acc pl κωτίλᾱς , κωτίλος chattering fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώτιλον — κώτῑλον , κωτίλλω prattle aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκωταριά — και σκωταριά και σκοταριά, η, Ν (με περιλπτ. σημ.) το συκώτι τών σφαγίων μαζί με τους πνεύμονες και τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σ(υ)κώτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά), μέσω ενός τ. συκωτ άρι(ον), υποκορ. τού συκώτι(ον)] … Dictionary of Greek